Από: Αντιστράτηγο ε.α. Ιωάννη Κρασσά

 «Οἱ Τοῦρκοι ἐννοούν νὰ παλαίσουν ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀνεξαρτησίας των, ἀκριβώς διὰ τὰ αὐτά πράγματα, ὑπέρ τῶν ὁποίων ἠγωνίσθημεν καὶ ἐμείς ἐναντίον αὐτῶν». Ο Ιωάννης Μεταξάς προς τον Πρωθυπουργό Δημήτριο Γούναρη, όταν απέρριψε την πρότασή του να αναλάβει την διοίκηση της Στρατιάς της Μικράς Ασίας (29 Μαρτίου 1921).

   Περίοδος Διακυβερνήσεως από την «Ηνωμένη Αντιπολίτευση»

   Ο νέος Πρωθυπουργός Δημήτριος Ράλλης[1], αποφάσισε για την διενέργεια δημοψηφίσματος την 5η Δεκεμβρίου 1920, με το ερώτημα της επανόδου του Βασιλέως Κωνσταντίνου στο θρόνο. Την 2α Δεκεμβρίου 1920, η Γαλλία και η Ιταλία ανακοίνωσαν προς την νέα ελληνική κυβέρνηση, ότι σε περίπτωση επανόδου του Κωνσταντίνου, «Θα αντιδρούσαν κατά το δοκούν και θα διέκοπταν κάθε οικονομική ενίσχυση». Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον, υπέρμαχος της αυτοδιαθέσεως των λαών, αποσύρθηκε από την σύσκεψη ειρήνης των Παρισίων, λόγω προβλημάτων υγείας. Ο μόνος σύμμαχος που απέμεινε στην Ελλάδα ήταν ο Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Λόϋντ Τζώρτζ.

   Οι βενιζελικοί απείχαν του δημοψηφίσματος και το αποτέλεσμα υπήρξε 98% υπέρ της επιστροφής του Κωνσταντίνου[2].

   Στην θέση του παραιτηθέντος Διοικητού της Στρατιάς της Μικράς Ασίας Αντιστράτηγου Λεωνίδα Παρασκευόπουλου, η νέα κυβέρνηση τοποθέτησε τον Αντιστράτηγο Αναστάσιο Παπούλα.

   Βενιζελικοί αξιωματικοί μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη και ίδρυσαν το «Σύνδεσμο Εθνικής Αμύνης Κωνσταντινουπόλεως[3]», όπως είχαν πράξει το 1916 στην Θεσσαλονίκη, με σκοπό την επαναφορά του Βενιζέλου και την εκδίωξη του Κωνσταντίνου. Οι εφημερίδες με την αρθρογραφία για την ανταρσία κατά της «βασιλικής σπείρας» που διοικούσε το στρατό, ριπτόντουσαν από τους Τούρκους από αέρος στις θέσεις του Ελληνικού Στρατού(Ε.Σ[)4].  

          

  Ο Δημ. Ράλλης Ο Ανασ. Παπούλας

   Οι Επιλογές

   Η νέα κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με το γιγάντιο πρόβλημα της εφαρμογής της Συνθήκης των Σεβρών. Θεωρητικά είχε 6 επιλογές:

  1. Να εγκαταλείψει ο Ε.Σ την Μικρά Ασία. Όποια κυβέρνηση και να το υλοποιούσε, θα την κατηγορούσαν για προδοσία.
  2. Να ζητήσει σχηματισμό οικουμενικής κυβερνήσεως. Ο διχασμός είχε εξαφανίσει κάθε διάθεση συμφιλιώσεως και από τα δύο κόμματα.
  3. Να παραδώσει την εξουσία. Η ενέργεια αυτή συνιστούσε πολιτικό αυτοχειριασμό και ομολογία ανικανότητος.
  4. Να τηρήσει αμυντική στάση σε μικρότερη εκτάσεως περιοχή. Αυτό θα επέφερε αλλαγή των ορίων των επιδικασθέντων στην Ελλάδα περιοχών και μετακινήσεις πληθυσμών. Θα μετέβαλλε τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών, θα διαιώνιζε την εμπόλεμη κατάσταση και πιθανότατα να απορρίπτονταν από τους Συμμάχους. Από στρατιωτικής απόψεως ήταν ασύμφορη και προϋπόθετε υψηλό κόστος για την κατασκευή αμυντικών έργων και την διατήρηση του στρατού σε κατάσταση συνεχούς ετοιμότητος.
  5. Να τηρήσει επιθετική στάση μέχρι της τελικής συντριβής των δυνάμεων του Κεμάλ.
  6. Να διαπραγματευθεί με τον Κεμάλ μια βιώσιμη λύση, που θα εξασφάλιζε τους ελληνικούς πληθυσμούς και θα ικανοποιούσε μέρος των ελληνικών διεκδικήσεων. Η επιλογή αυτή σήμαινε την υπογραφή μιας νέας συμφωνίας μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας.

   Η Ανάληψη Δράσεως

   Η κυβέρνηση επέλεξε να προελάσει όσο επιβάλλονταν, προκειμένου να αναγνωρίσει ο Κεμάλ την Συνθήκη των Σεβρών. Σε περίπτωση επιτυχίας θα είχε πολλαπλά οφέλη τόσο στο εσωτερικό, αλλά κυρίως στο εξωτερικό, αποδεικνύοντας στον Βρετανό Πρωθυπουργό Λόυντ Τζώρτζ, ότι είναι αξιόπιστη και αξίζει της υποστηρίξεώς του.

   Στις 6 Ιανουαρίου 1921, ο Παπούλας διέταξε το Γ΄ Σώμα Στρατού(Γ΄ΣΣ) να εκτελέσει επιθετική αναγνώριση[1] προς το Εσκή Σεχήρ(Δορυλαίο). Οι Τούρκοι προέβαλαν ισχυρή αντίσταση, με αποτέλεσμα τα ελληνικά στρατεύματα να επανέλθουν στις αρχικές τους θέσεις.

    Την 21η Φεβρουάριου 1921 πραγματοποιήθηκε διάσκεψη στο Λονδίνο με αντικείμενο την επίτευξη ανακωχής μεταξύ των εμπολέμων. Κατόπιν πρωτοβουλίας της Ιταλίας προσκλήθηκαν για πρώτη φορά και εκπρόσωποι του Κεμάλ. Στην συνέχεια θα αποτελέσουν τους βασικούς συνομιλητές, παραμερίζοντας το Σουλτάνο. Η Ελληνική κυβέρνηση ήταν πρόθυμη για μικρότερες ή μεγαλύτερες παραχωρήσεις από τα προβλεπόμενα στην συνθήκη των Σεβρών. Οι Κεμαλικοί έθεσαν ως αδιαπραγμάτευτο όρο προ ενάρξεως οποιασδήποτε συζητήσεως, την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Μετά από αυτό, ο Δημήτριος Γούναρης που συμμετείχε στην σύσκεψη με την ιδιότητα του Υπουργού Στρατιωτικών, έλαβε την συγκατάθεση από τον Λόϋντ Τζώρτζ να κινηθεί προς καταστροφή των τουρκικών δυνάμεων σε όσο βάθος απαιτείτο.

   Η Εαρινή Επίθεση

   Την 23η Μάρτιου 1921, ο ελληνικές δυνάμεις εξαπέλυσαν επίθεση με σκοπό την κατάληψη του Αφιόν Καραχισάρ(Ακροϊόν) με το Α΄ΣΣ και του Εσκή Σεχήρ με το Γ΄ΣΣ. Ο Ισμέτ Πασάς(Ινονού[6]) αντέταξε σθεναρή άμυνα προ του Εσκή Σεχήρ, υποχρεώνοντας τον Ε.Σ να υποχωρήσει για δεύτερη φορά με βαριές απώλειες. Η εξέλιξη αυτή ανάγκασε το Α΄ΣΣ να αποχωρήσει από το Αφιόν Καραχισάρ, το οποίο είχε καταλάβει, κινδυνεύοντας μάλιστα να εγκλωβιστεί. Η εκστρατεία του Μαρτίου έπληξε το γόητρο του Ε.Σ στα μάτια των συμμάχων. Οι Κεμαλικοί δεν πολεμούσαν πλέον σαν «συρφετός ατάκτων», αλλά ως ένα οργανωμένο και πειθαρχημένο στράτευμα.

   Η Γαλλία, η Ιταλία και η ΕΣΣΔ υπέγραψαν εν τω μεταξύ ξεχωριστές συμφωνίες με τον Κεμάλ, παραχωρώντας εδάφη και προμηθεύοντάς τον με παντοειδές πολεμικό υλικό.

   Προς Αναζήτηση Αρχιστρατήγου

   Την 26η Μαρτίου 1921, ο Γούναρης ανέλαβε πρωθυπουργός και αποφάσισε να ενεργήσει ταχύτητα, διότι ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα για την Ελλάδα. Είχε αρχίσει να δυσπιστεί για την ικανότητα του Παπούλα να φέρει σε πέρας την εκστρατεία. Πίστευε ότι ο απόστρατος Υποστράτηγος Ιωάννης Μεταξάς[7] ήταν ο πλέον κατάλληλος να ηγηθεί της Ελληνικής Στρατιάς. Σε δύο συναντήσεις την 25η και 29η Μαρτίου 1921, ο Γούναρης προσπάθησε να πείσει τον Μεταξά να αναλάβει την αρχηγία της Στρατιάς της Μικράς Ασίας[8]. Ο Μεταξάς απέρριψε την πρόταση, με το σκεπτικό ότι: «Ἀποδεχόμενος τὴν άρχιστρατηγίαν, χωρίς φυσικά νὰ ἐκθέσω δημοσία τὴν ἀπιθανότητα τῆς ἐπιτυχίας, δίδω εἰς τὸ Ἔθνος ἐλπίδας τὰς ὁποίας δὲν συμμερίζομαι, δηλαδή τὸ ἐξαπατῶ». Την άποψη αυτή είχε υποβάλλει με υπόμνημά του στον Βενιζέλο τον Ιανουάριο του 1915, όταν ως αρχηγός του Επιτελείου, του ζητήθηκε να εκτιμήσει τις δυνατότητες διεξαγωγής μίας εκστρατείας στην Μικρά Ασία. Ο Μεταξάς γνώριζε τις αρχές του πολέμου και δεν προσάρμοζε κατά την σχεδίαση τα δεδομένα στις επιθυμίες των πολιτικών προϊσταμένων του. Οι τρεις κύριοι παράγοντας που επηρεάζουν κάθε στρατιωτική επιχείρηση είναι: ο εχθρός, το έδαφος και ο καιρός. Ο Μεταξάς ως έμπειρος μηχανικός ήξερε να «διαβάζει» το έδαφος και ως προικισμένος επιτελής να «εκτιμά» την εχθρική απειλή. Η ελληνική στρατιά δεν επαρκούσε για να «καλύψει» το συγκεκριμένο έδαφος που καλείτο να επιχειρήσει. Για τους ίδιους λόγους, ο Γάλλος Στρατάρχης Φος έκρινε ότι χρειαζόντουσαν τουλάχιστον 27 Μεραρχίες. Οι πολιτικοί αδυνατούσαν να εννοήσουν τα παραπάνω. Το ατύχημα ήταν ότι ούτε οι στρατιωτικοί τα συνειδητοποίησαν. Διέπραξαν επιπλέον το σφάλμα να διασπάσουν τις δυνάμεις, επιτιθέμενοι σε δύο κατευθύνσεις. Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ο Μεταξάς ως αξιωματικός επιχειρήσεων, σχεδίαζε την επίθεση πάντα επί μίας κυρίας κατευθύνσεως για την μεγιστοποίηση της ισχύος.

              

Ο Δημ. Γούναρης  Ο Ιωάν. Μεταξάς

   Κατά την άποψή του Μεταξά η εκστρατεία δεν στρεφόταν μόνο εναντίον του Κεμάλ, αλλά του συνόλου του τουρκικού λαού. Ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ο Κεμάλ υπέγραφε την συνθήκη των Σεβρών, θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με κάποιον άλλο που δεν θα αναγνώριζε την ελληνική κυριαρχία. «Ἕνας λαός ἀγωνιζόμενος ὑπέρ τῆς ὑπάρξεὠς του, θὰ εὕρῃ πάντοτε ἀνθρώπους νὰ τὸν ὁδηγήσουν. Εἶναι πολιτική κατακτήσεως λαοῦ μὴ ἐννοοῦντος νὰ ὑποστῇ τὴν κατάκτησιν. Ἡ ἧττα τοῦ 1897 θὰ φαίνεται παιχνιδάκι, ἐμπρός εἰς ἐκείνη ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἐπέλθει τώρα, νὰ πεῖτε τὴν ἀλήθεια στὸν ἑλληνικό λαό». Στην φράση αυτή εστιάζεται ο πυρήνας του προβλήματος όχι μόνο της στρατιωτικής εκστρατείας, αλλά και της μικρασιατικής πολιτικής του Βενιζέλου. Ο Γούναρης τού επεσήμανε ότι πόλεμος δεν ήταν δικός του, αλλά τον κληρονόμησε. Ο Κεμάλ ήταν αδιάλλακτος και του ζήτησε μία «στρατιωτική νίκη», για να μπορεί να διαπραγματευτεί μια έντιμη λύση. Ο Μεταξάς του απάντησε ότι μετά από μια νίκη ο κόσμος θα απαιτούσε πολύ περισσότερα και όχι παραχωρήσεις. Συμπερασματικά είτε με νίκη, είτε με ήττα η θέση της Ελλάδος ήταν δυσχερέστατη

   Η Μεγάλη Επίθεση του Ελληνικού Στρατού

  

   Όρια Προελάσεως Ε.Σ        Κεμάλ- Ινονού

   Ο Γούναρης αποφάσισε τελικά να «τα παίξει όλα για όλα». Για τον σκοπό αυτό κάλεσε 10 κλάσεις εφέδρων, αυξάνοντας την δύναμη της στρατιάς σε 210.000 άνδρες. Η δύναμη κρούσεως δεν υπερέβαινε τις 100.000 άνδρες, των λοιπών διατιθεμένων για την ασφάλεια των εκτεταμένων μετόπισθεν και των εκτιθέμενων πλευρών. Οι Τούρκοι διέθεταν 90.000 άνδρες και 167 πυροβόλα, συγκριτικά με τα 296 των Ελλήνων, τα οποία όμως υπερείχαν σε ακρίβεια και ταχυβολία. Συντριπτική ήταν η υπεροχή των αντιπάλων σε ιππικό, 6.000 έναντι 700. Μέχρι την 10η Ιουλίου ο Ε.Σ κατήγαγε νίκες, καταλαμβάνοντας τους συγκοινωνιακούς κόμβους του Αφιόν Καραχισάρ και του Εσκί Σεχήρ, χωρίς όμως να εκμηδενίσει τις δυνάμεις του Κεμάλ.  

   Η Μοιραία Απόφαση

   Την 14η Ιουλ. πραγματοποιήθηκε στην Κιουτάχεια σύσκεψη, υπό την προεδρία του Βασιλέως Κωνσταντίνου, στην οποία συμμετείχαν ο Πρωθυπουργός Δημ. Γούναρης, ο Υπουργός Στρατιωτικών Νικ. Θεοτόκης, ο Διοικητής της Στρατιάς Αν. Παπούλας, ο Αρχηγός του ΓΕΣ Αντιστράτηγος Βίκτωρ Δούσμανης, ο Επιτελάρχης της Στρατιάς Συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Πάλλης και ο Υποστράτηγος ε.α. Ξενοφών Στρατηγός. Ο Γούναρης ερώτησε εάν ήταν δυνατόν να συνεχισθεί η προέλαση προς την Άγκυρα, προκειμένου να αναγκασθεί σε συνθηκολόγηση ο Κεμάλ. Ο Παπούλας δεν απάντησε με σαφήνεια, απατώντας ότι υπό προϋποθέσεις αυτό θα ήταν εφικτό. Ο Κωνσταντίνος ασθενής και καταπονημένος απλώς παρίστατο στην σύσκεψη[9]. Τελικά αποφασίσθηκε η συνέχιση της προελάσεως προς Άγκυρα χωρίς σαφή αντικειμενικό σκοπό. Η κίνηση της στρατιάς δια μέσου της Αλμυράς Ερήμου μέσα στον Αύγουστο συνιστούσε ένα πραγματικό άθλο, ο ανεφοδιασμός της όμως αποτέλεσε έναν ακόμη μεγαλύτερο. Τα εφόδια και οι διακομιδές μετακινούνταν επί αποστάσεως 1.000 χλμ, με τραίνα, αυτοκίνητα[10], κάρα, αραμπάδες, ημιόνους και καμήλες. Ο διευθυντής του 4ου Επιτελικού Γραφείου της Στρατιάς, Συνταγματάρχης ΠΖ Γεώργιος Σπυρίδωνος, υπήρξε ο κύριος συντελεστής αυτού του κατορθώματος.

      

                    Η πορεία  προς το Σαγγάριο.

   Την 22α Αυγ. 1921 ο Παπούλας ανέφερε αδυναμία συνεχίσεως των επιθετικών επιχειρήσεων, λόγω μεγάλων απωλειών(5.000 νεκροί και 20.000 τραυματίες). Η στρατιά οπισθοχώρησε και εγκαταστάθηκε αμυντικά στην γραμμή Εσκή Σεχήρ-Αφιόν Καραχισάρ. Μετά την αποτυχία των επιθετικών επιχειρήσεων προς την Άγκυρα, εξέλιπε και η όποια ελπίδα αναγνωρίσεως της συνθήκης των Σεβρών δια της βίας. Η κυβέρνηση επέλεξε να διατηρήσει ένα ευρύ μέτωπο, πιστεύοντας ότι μ’ αυτό τον τρόπο ασκούσε πίεση στον Κεμάλ να διαπραγματευτεί. Αδυνατούσε να επωμισθεί την ευθύνη αποχωρήσεως του Ε.Σ από την Μικρά Ασία

    Τον Απρίλιο του 1922, η Ελλάδα στερείτο οικονομικών πόρων λόγω της διακοπής του δανεισμού, μετά την επιστροφή του Κωνσταντίνου. Ο Πρωτοπαπαδάκης προέβη σε αναγκαστικό δανεισμό, διχοτομώντας το χαρτονόμισμα[11]. Το μέτρο απέδωσε 1,5 δισεκατομμύρια δραχμές.

    Η αποτυχία των επιχειρήσεων προς Άγκυρα, καταρράκωσε το ηθικό των στρατιωτών μας και διασάλευσε την πειθαρχία τους. Το 95% των αδειούχων δεν επέστρεφαν στις μονάδες τους. Αυτά τα στοιχεία αποτέλεσαν τις κυρίες αιτίες της στρατιωτικής συντριβής μας, τα οποία δεν αντελήφθησαν σε όλη την έκταση τους οι στρατιωτικοί ηγήτορες και η κυβέρνηση.

   Το Σχέδιο Καταλήψεως της Κωνσταντινουπόλεως

   Την 9η Μαΐου ανέλαβε Πρωθυπουργός ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, ενώ την 15η Μαΐου ανέλαβε Διοικητής της Στρατιάς της Μικράς Ασίας, ο Αντιστράτηγος Γεωργιος Χατζηανέστης[12].

   Την 16η Ιουλίου 1922, ο Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος Γεώργιος Μπαλτατζής, επέδωσε διακοίνωση προς τους υπουργούς εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας και της Ιταλίας στην οποία αναφέρονταν ότι, «Μόνο ἡ κατάληψις τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πρωτευούσης τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ὑπό τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, θέλει ἐπιβάλλει τὴν συνομολόγησιν τῆς εἰρήνης». Η ελληνική κυβέρνηση επιθυμούσε την επιστροφή των στρατιωτών πίσω, αλλά έπρεπε να εξασφαλισθούν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας. Οι σύμμαχοι δεν ασκούσαν καμία πλέον πίεση για των τερματισμό του πολέμου. Η Ελλάδα κατενόησε ότι δεν υπάρχουν δύο Τουρκίες, η της Κωνσταντινουπόλεως υπό τον Σουλτάνο και της Άγκυρας υπό τον Ατατούρκ, παρά μόνο αυτή των Τούρκων εθνικιστών. Η παράταση της μικρασιατικής εκστρατείας είχε εξαντλήσει την Ελλάδα και ήταν πλέον θέμα χρόνου η κατάρρευσή της. Με την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως επιδιωκόταν να αποκτήσει η χώρα μας ένα ισχυρό διαπραγματευτικό αντάλλαγμα έναντι των Τούρκων και να πιεσθούν οι σύμμαχοι για την επίτευξη ειρήνης. Ο Χατζηάνεστης για την υλοποίηση του σχεδίου, ενίσχυσε τις ελληνικές δυνάμεις στην Ανατολική Θράκη[13], οι οποίες συγκρότησαν το Δ΄ ΣΣ[14], υπό τον Υποστράτηγο Αριστοτέλη Βλαχόπουλο.

                   

Ο Γεωρ. Χατζηανέστης. Ο Γεώρ. Μπαλτατζής.

    Η Αυτονομία της Σμύρνης

   Την 18η Ιουλίου, ο Γάλλος πρέσβης στην Αθήνα ανακοίνωσε στο Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών ότι οι κυβερνήσεις των συμμάχων δεν θα επιτρέψουν την προέλαση του Ε.Σ προς την Κωνσταντινούπολη. Επισημαίνονταν επίσης, ότι δόθηκαν διαταγές στον συμμαχικό διοικητή, Βρετανό Στρατηγό Τιμ Χάρινγκτον, «ὅπως ἀποκρούσῃ διὰ τῆς βίας πᾶσα στρατιωτικὴν κίνηση, κατὰ τῆς ὑπὸ τῶν στρατευμάτων αὐτῶν κατεχομένης ζώνης».

   Την ίδια ημέρα, ο Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης Αδαμάντιος Στεργιάδης, σε συνάθροιση των κατοίκων της, μίλησε για την ανάγκη δημιουργίας αυτονόμου περιοχή της Σμύρνης, υπό την κυριαρχία του Σουλτάνου αλλά υπό την εγγύηση των συμμάχων. Ο Στεργιάδης στηριζόταν στην προστασία των συμμάχων και στον σεβασμό της πολυφυλετικότητος, σε σχέση με την πρόταση της «Εθνικής Αμύνης», που βασίζονταν στο χριστιανικό πληθυσμό και στην ύπαρξη εθελοντικού σώματος 50.000 Ελλήνων στρατιωτών.

   Κινήσεις Απογνώσεως

   Τα δύο σχέδια υπήρξαν λογικά επακόλουθα της απελπισίας της ελληνικής κυβερνήσεως, λόγω της αδράνειας των συμμάχων. Η απροθυμία στηρίξεως από την Μεγάλη Βρετανία, οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση σε αναβολή των ενεργειών της. Την 22α Ιουλίου ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας εκφώνησε τον περίφημο λόγο του στην βουλή των κοινοτήτων, αναγνωρίζοντας το δίκαιο και τις θυσίες των Ελλήνων. Αντί της αναγκαίας συνδρομής, λάβαμε μόνο λόγια συμπάθειας.

   Η Μάχη του Αφιόν Καραχισάρ

   Οι δυνάμεις της Στρατιάς της Μικράς Ασίας σχημάτιζαν μία έλλειψη εκτεινόμενη από την θάλασσα του Μαρμαρά μέχρι τον κόλπο της Εφέσου. Την 13η Αυγούστου 1922, ο Κεμάλ εξαπέλυσε επίθεση με κύρια προσπάθεια στην «εξέχουσα» του Αφιόν Καραχισάρ, στην οποία αμύνονταν τα Α΄ και Β΄ Σώματα Στρατού με 7 Μεραρχίες Πεζικού, υπό τους Αντιστράτηγους Νικόλαο Τρικούπη και Κίμωνα Διγενή. Ο Κεμάλ αιφνιδίασε τον Τρικούπη με την συγκέντρωση 18 μεραρχιών (14 πεζικού και 4 Ιππικού), ενώ καλλιέργησε συστηματικά αρνητική εντύπωση για το αξιόμαχο του τουρκικού στρατού. Οι μονάδες μας κράτησαν τις θέσεις τους επί 36 ώρες, εναντίον πενταπλασίων δυνάμεων, αλλά στην συνέχεια άρχισαν να κλονίζονται. Ο Τρικούπης διέταξε την σύμπτυξη των μονάδων του, ενώ ο Χατζηανέστης, έχασε την επαφή με το μέτωπο λόγω της αποστάσεως[15] και της διακοπής των επικοινωνιών. Οι οργανικοί δεσμοί των μονάδων διερράγησαν και η κίνησή τους σύντομα μετατράπηκε σε άτακτη φυγή. Μετά την 6η Σεπτεμβρίου, οι εναπομείναντες Έλληνες στρατιωτικοί στην Μικρά Ασία ήσαν νεκροί ή αιχμάλωτοι.

                

     O Αντισυνταγματάρχης ΠΖ              O Συνταγματάρχης ΠΖ [16].

  Γεώρ. Καλλιεγκάκης, Δκτης 26ου ΣΠ  Κων. Τσάκαλος Δκτης 2ου ΣΠ

    

   Η Καταστροφή της Σμύρνης (Αν έχεις δάκρυα πρέπει να τα χύσεις τώρα)

   Το πρωί της 9ης Σεπτεμβρίου 1922, εισήλθε στην Σμύρνη η προφυλακή του στρατού του Κεμάλ. Ο επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων Νουρεντίν Πασάς, στρατιωτικός διοικητής της Σμύρνης πριν την άφιξη του ελληνικού στρατού το 1919, έθεσε αμέσως σε εφαρμογή το σχέδιο αφανισμού των χριστιανών της. Από το βράδυ της ίδιας ημέρας άρχισε η συστηματική σφαγή των Ελλήνων και των Αρμενίων της πόλεως και η λεηλασία των υπαρχόντων τους. Σε πρώτη φάση συλλαμβάνονταν και εκτελούντο ομαδικά οι άνδρες, ενώ στην συνέχεια θανατώνονταν όσα γυναικόπαιδα είχαν να αναζητήσει καταφύγιο στις εκκλησίες και σε χώρους συναθροίσεων. Η ελληνική και αρμενική συνοικία μετατράπηκαν σε σφαγεία ανθρώπων, όπου το αίμα των αμάχων στην κυριολεξία «έτρεξε ποτάμι». Την ίδια ημέρα, ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος[17]  παραδόθηκε από τον Νουρεντίν στο μαινόμενο όχλο, ο οποίος μετά από φρικτή κακοποίηση, παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο και εισήλθε στην χορεία των Αγίων της Εκκλησίας μας. Οι αιμοδιψείς δολοφόνοι εξόντωσαν πάνω από 30.000 άτομα, σ’ ένα παραλήρημα κτηνώδους βίας και φυλετικού μίσους. Τα χειρότερα όμως δεν είχαν έλθει.

       

Ο Χρυσόστομος Σμύρνης .                                    

   Η Πυρπόληση

  Την αποφράδα εκείνη Τετάρτη της 13ης Σεπτεμβρίου 1922, ο άνεμος έπνεε προς την ελληνική συνοικία. Ο τουρκικός στρατός βάσει σχεδίου άρχισε την πυρπόληση της πόλεως, διαφυλάττοντας ανέπαφα το τουρκικό και εβραϊκό τμήμα της. Επί τέσσερεις ημέρες, σε σκηνές βιβλικής αποκαλύψεως, ο φοβερός ήχος της πύρινης καταστροφής, αναμεμιγμένος με τα πιο ανατριχιαστικά ανθρώπινα ουρλιαχτά, συνέθεταν ένα σκηνικό δαντικής κολάσεως. Οι απελπισμένοι χριστιανοί «συνωστισμένοι» στην αποβάθρα της Σμύρνης δεν είχαν οδό διαφυγής, από την μια η θάλασσα και από την άλλη η φωτιά. Ο υπολογισμός των θυμάτων πρέπει να υπερέβη τις 100 χιλιάδες, χωρίς να είναι δυνατόν να καθορισθεί επακριβώς. Πέρα των 180.000 Ελλήνων που ζούσαν στην αποτεφρωθείσα περιοχή, πρέπει να συμπεριλάβουμε άλλους τόσους πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στην Σμύρνη μετά την προέλαση των Τούρκων.

                                  Η Σμύρνη στις φλόγες

   Η «Επανάσταση»

   Την 15η Σεπτεμβρίου 1922, οι Συνταγματάρχες Πεζικού [Σχης(ΠΖ)] Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς με τον Αντιπλοίαρχο Δημήτριο Φωκά, ανέτρεψαν με στρατιωτικό κίνημα την κυβέρνηση Νικ. Τριανταφυλάκου, ανέλαβαν την εξουσία και όρισαν νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Σωτήριο Κροκιδά. Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος εγκατέλειψε την χώρα και τον διαδέχθηκε ο υιός του Γεώργιος ο Β΄. Το νέο καθεστώς συνέλαβε τον πρωθυπουργό και μέλη των προηγούμενων κυβερνήσεων.

 

  Φωκάς, Γονατάς, Πλαστήρας

   Η Ανακωχή των Μουδανιών (14 Οκτ. 1922)

   Οι σύμμαχοι καλέσαν την Ελλάδα και την Τουρκία να στείλουν αντιπροσωπείες στα Μουδανιά(πόλη στην ανατολική ακτή της Τουρκίας, στη θάλασσα του Μαρμαρά), προκειμένου να συμφωνήσουν για τον τερματισμό του πολέμου. Είχαν αποφασίσει εν αγνοία μας, να εκχωρήσουμε την Ανατολική Θράκη μέχρι τον Έβρο ποταμό. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν ο Υποστράτηγος Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν [18], ενώ της τουρκικής ο Ισμέτ Ινονού. Οι περισσότερες συνομιλίες πραγματοποιήθηκαν στο βρετανικό θωρηκτό «Σιδερένιος Δούκας». Η ελληνική αντιπροσωπεία δεν συναντήθηκε ποτέ με την τουρκική, παραμένουσα συνεχώς επί του πλοίου. Η Γαλλία[19] και η Ιταλία τάχθηκαν με το μέρος της Τουρκίας.

   Ο Ατατούρκ για την αποδοχή της της καταπαύσεως των εχθροπραξιών, έθεσε τους εξής όρους

  1.     Την αποχώρηση όλων των συμμαχικών δυνάμεων από την οθωμανική επικράτεια
  2.     Την αναγνώριση της κυριαρχίας της Τουρκίας επί των στενών και
  3.     Την ανακατάληψη της Ανατολικής Θράκης .

   Η Θυσία της Θράκης

  Όταν μας ζητήθηκε να εγκαταλείψουμε την Ανατολική Θράκη, ο Μαζαράκης ζήτησε οδηγίες από την «επαναστατική κυβέρνηση[20]», η οποία με την σειρά της απευθύνθηκε στο Βενιζέλο, ο οποίος εκπροσωπούσε την χώρα μας στο Παρίσι. Ο Βενιζέλος πρότεινε να αποδεχθούμε τους όρους της ανακωχής. Στην Ανατολική Θράκη η δύναμη του ελληνικού στρατού ανερχόταν σε 50.000 άνδρες, με αξιοθρήνητο ηθικό. Ο Βενιζέλος χαρακτήρισε την πρόταση του Πάγκαλου και του Πλαστήρα να συνεχίσουμε τον πόλεμο με την Τουρκία σκέτη παραφροσύνη, επισημαίνοντας ότι θα επιστρέφαμε στα προ των Βαλκανικών Πολέμων σύνορα και θα παραιτείτο της θέσεως του ως εκπροσώπου της Ελλάδος. Η ελληνική αντιπροσωπεία αποχώρησε, χωρίς να υπογράψει το πρωτόκολλο ανακωχής, το οποίο υπογράφηκε από τους υπολοίπους. Την 14η Οκτωβρίου 1922, ο Έλληνας Αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη Ευθύμιος Κανελλόπουλος υπέγραψε την συνθήκη ανακωχής, εκ μέρους της Ελλάδος. Οι 250.000 Έλληνες της Ανατολικής Θράκης εγκατέλειψαν τα πατρώα εδάφη, αναζητώντας καταφύγιο, στις φιλόξενες περιοχές της Μακεδονίας. Ο Ατατούρκ εντός δύο μηνών (13 Αυγ.-13 Οκτ.) ανέκτησε το 20% της επικράτειας του, που κατεχόταν από τους Έλληνες.

  Οι Δίκες και οι Επιτροπές

   Την 15η Νοεμβρίου του 1922 στις 11:30 το πρωί, στου Γουδή[21] εκτελέσθηκαν δια τυφεκισμού οι: Δημήτριος Γούναρης (56 χρονών), πρώην Πρωθυπουργός και Υπουργός δικαιοσύνης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης (68 χρ.), πρώην Πρωθυπουργός και Υπουργός Οικονομικών, Νικόλαος Στράτος (50 χρ.), πρώην Πρωθυπουργός και Υπουργός Εσωτερικών, Νικόλαος. Θεοτόκης (44 χρ.), πρώην Υπουργός Στρατιωτικών, Γεώργιος Μπαλτατζής (54 χρ.), πρώην Υπουργός Εξωτερικών και Γεώργιος Χατζηανέστης (59 χρ.), Αντιστράτηγος, τέως Διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας[22]. Η εκτέλεση υπήρξε αποτέλεσμα της αποφάσεως του επαναστατικού στρατοδικείου, υπό την προεδρία του Αντιστράτηγου Αλέξανδρου Οθωναίου. Οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι εσχάτης προδοσίας, ως εκ προθέσεως υπαίτιοι της Μικρασιατικής καταστροφής. Ο Κροκιδάς παραιτήθηκε γιατί διαφώνησε με την εκτέλεση και τον διαδέχθηκε στην θέση του πρωθυπουργού ο Σχης(ΠΖ) Στ. Γονατάς.

  Την 19η Νοεμβρίου 1922, ο πρίγκιπας Ανδρέας παραπέμφθηκε στο στρατοδικείο  και καταδικάσθηκε την ίδια ημέρα σε έκπτωση από τον βαθμό του, δήμευση της περιούσιας του και σε ισόβια υπερορία (εξορία). Το κατηγορητήριο τον καθιστούσε αποκλειστικά υπεύθυνο για την «κατάρρευση του μετώπου», κατά την επίθεση προς τον Σαγγάριο τον Αύγουστο του 1921. Η «Επανάσταση» συμμορφώθηκες προς τις υποδείξεις της Αγγλικής Κυβερνήσεως, να μη καταδικασθεί σε θάνατο, η οποία στην συνέχεια ενέκρινε δάνειο προς την Ελλάδα(Βλέπε σχετικό άρθρο στα Ιστορικά Δρόμενα : Ο Πρίγκιπας Ανδρέας και η Πριγκίπισσα Αλίκη της Ελλάδος).

   Την 15η Φεβρουαρίου 1923 συστήθηκε από το Υπουργείο Στρατιωτικών η Πρώτη «Ανακριτική Επιτροπή Ελέγχου Δωσίλογων Μικράς Ασίας(ΑΕΕΔΜΑ), με Προέδρο τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Μαζαράκη Αινιάν[23], για την διενέργεια διοικητικών ανακρίσεων της δεύτερης περιόδου της Μικρασιατικής Εκστρατείας(από 1 Νοεμ. 1920 έως την καταστροφή). Οι εργασίες διακόπηκαν την 20 Νοεμβρίου 1923, μετά από παρέμβαση του Πάγκαλου, χωρίς την έκδοση πορίσματος.

  Την 16 Δεκεμβρίου 1923 διεξήχθησαν εκλογές για τον Σχηματισμό της Δ΄ Συντακτικής Εθνοσυνελεύσεως.

  Την 2α Ιανουαρίου 1924, ο Πλαστήρας(41 χρ) παρέδωσε την εξουσία στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία τον κήρυξε μαζί με τον Γονατά(48 χρ.)[24] «Άξιους της Πατρίδος», τους προήγαγε στον βαθμό του Αντιστράτηγου και αποδέχθηκε την παραίτησή τους από την ενεργό υπηρεσία.

   Το 1924 συγκροτήθηκε δια αποφάσεως της Βουλής η Δεύτερη Ανακριτική Επιτροπή Δωσίλογων Μικρασιατικής Καταστροφής με πρόεδρο τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Μοσχόπουλο, με τα ίδια μέλη με την πρώτη. Η έκθεση της επιτροπής δεν κοινοποιήθηκε, διότι καταλόγιζε ευθύνες παραβάσεως του καθήκοντος στον Πλαστήρα, κατά την περίοδο από την έναρξη της επιθέσεως στο Αφιόν Καραχισάρ και κατά την διάρκεια της συμπτύξεως.

   Την 12η Μαΐου 2010, ο Άρειος Πάγος με την 1675/2010, απόφαση του Ζ΄ Ποινικού Τμήματος, μετά από αίτηση για επανάληψη της δίκης του Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκη (εγγονού του εκτελεσθέντος Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη) ακύρωσε την απόφαση του στρατοδικείου και αθώωσε τους κατηγορουμένους.

   Συμπεράσματα

   Το 1922, το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας έσβησε οριστικά στα ματωμένα νερά της Σμύρνης, τερματίζοντας την ελληνική παρουσία 25 και πλέον αιώνων στην Ιωνία[25]. Ο εκτουρκισμός της Μικράς Ασίας που άρχισε ο Αλπ Ασλάν στο Μάντζικερτ το 1071, ολοκληρώθηκε από τον Κεμάλ το 1922. Η Κωνσταντινούπολη χάθηκε οριστικά το 1922 και όχι το 1453. Ο ελληνισμός εκριζώθηκε δια παντός από τα αγιασμένα χώματα στα οποία γεννήθηκαν ένδοξοι πρόγονοί μας, οι οποίοι δημιούργησαν τον κλασικό πολιτισμό και χάρισαν το φως της γνώσεως στην ανθρωπότητα.

   Η Μικρασιατική καταστροφή υπήρξε το αποτέλεσμα σειράς λαθών, απόρροια εσφαλμένων εκτιμήσεων που βαρύνουν όλους τους διατελέσαντες πρωθυπουργούς από την κατάληψη της Σμύρνης μέχρι την καταστροφή.

   Τόσο οι πολιτικοί, όσο και οι στρατιωτικοί υπερεκτίμησαν τις δυνατότητες της Ελλάδος για την εκτέλεση μιας τέτοιας επιχειρήσεως, όπως επίσης και την βοήθεια των συμμάχων της. Υποεκτίμησαν από την άλλη την θέληση για αντίσταση του τουρκικού λαού και την γεωγραφία της χώρας. Τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο συνέβη με τον Ναπολέοντα και τον Χίτλερ, όταν επιτέθηκαν στην Ρωσία, η οποία τους «κατάπιε».

   Η μικρασιατική πολιτική του Βενιζέλου, την οποία ακολούθησε πιστά ο Γούναρης, υπήρξε η αιτία του διχασμού του λαού μας, η οποία τραυμάτισε ανεπανόρθωτα το στρατό μας. Μερικά χρόνια αργότερα σε επιστολή του στον Γεώργιο Βεντήρη[26], ο Βενιζέλος παραδέχθηκε ότι το μεγαλύτερο σφάλμα του ήταν, η μη αποδοχή της προτάσεως του Κωνσταντίνου για την ανάρρηση στο θρόνο του διαδόχου Γεωργίου του Β΄, πράξη η οποία θα τερμάτιζε τον διχασμό. Είχαμε φτάσει στο σημείο ακόμη και η παροχή υγειονομικής περιθάλψεως στους τραυματίες να παρέχεται βάσει της πολιτικής τοποθετήσεως[27]. Εάν διατηρούσαμε αφατρίαστο το στρατό, είναι πολύ πιθανόν να είχαμε αποφύγει την καταστροφή[28].

   

         Το Ε΄ Νοσοκομείο Διακομιδών *.                     Χειρουργείο εν εκστρατεία

*Ευγενική προσφορά από τον Ιατρό  Ενδοκρινολόγο Γεράσιμο Κρασσά. 

   Οι εκτελεσθέντες στου Γουδή, δεν αθέτησαν τις προς την ασφάλεια και την ακεραιότητα της πατρίδος υποχρεώσεις τους, ενεργήσαντες εκ προθέσεως, από ιδιοτέλεια ή έναντι ανταλλάγματος. Έσφαλαν αλλά δεν ήσαν προδότες. Υπήρξαν τα εξιλαστήρια θύματα για την εκτόνωση της λαϊκής οργής και της αποκαταστάσεως του γοήτρου του στρατού.

   Η τελική επίλυση όλων των ελληνοτουρκικών διαφορών, ολοκληρώθηκε με την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923). Η συνθήκη απετέλεσε προσωπικό θρίαμβο του Κεμάλ. Χωρίς αυτόν, η Τουρκία θα ήταν ένα κράτος της κεντρικής Μικράς Ασίας, περιορισμένο στα βιλαέτια της Άγκυρας, της Κασταμονής και του Ικονίου. Ο Ερντογάν έχει χαρακτηρίσει την συνθήκη της Λωζάννης ως αποτυχία, αναφερόμενος στο έλασσον, την μη προσάρτηση των νήσων και αποσιωπώντας το μείζον που αφορά στην νεκρανάσταση του τουρκικού κράτους.

   Η μικρασιατική καταστροφή δεν υπήρξε θέλημα του Θεού ή αποτέλεσμα διεθνούς συνομωσίας σε βάρος μας. Ήταν το λογικό επακόλουθο της ανοησίας μας, της ανευθυνότητος, της ιστορικής μας άγνοιας, αλλά πάνω από όλα της διχόνοιας που μας κατατρέχει από την αρχή της ιστορίας. Η αναγνώριση του σφάλματος προϋποθέτει γενναιότητα, αυτοπεποίθηση και λογική. Αν δεν κάνουμε ειλικρινή αυτοκριτική και δεν διορθωθούμε, θα βιώσουμε χειρότερες συμφορές. Ο εχθρός παραμονεύει διαρκώς και παντού.

Αντιστράτηγος ε.α. Ιωάννης Κρασσάς

Σεπτέμβριος 2021

 

[1] Ο Δημήτριος Ράλλης(Αθήνα 1844-1921), γόνος γνωστής φαναριώτικης οικογένειας. Διετέλεσε 5 φορές πρωθυπουργός σε βραχύβιες κυβερνήσεις.

[2] Ο αυξημένος αριθμός των ψηφισάντων σε σχέση με τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου, αποτελεί ένδειξη νοθείας, ή ολικής μεταστροφής των βενιζελικών υπέρ του Κωνσταντίνου.

[3] Στην Διοικούσα Επιτροπή συμμετείχαν οι Στρατηγοί Επαμεινώνδας Ζυμβρακάκης, Κωνσταντίνος Μαζαράκης και ο Συνταγματάρχης Γεώργιος Κονδύλης. Τα μέλη της ανερχόντουσαν σε 300.

[4] Τα άρθρα του Γεώργιου Κονδύλη ήταν τα πλέον φανατικά, «Αξιωματικοί συντρίψατε την κακοήθη σπείρα και σώσατε την πατρίδα το μέλλον σας και τις οικογένειες σας», έως και τα πλέον απίθανα, «Θα φθάσω με τον βυζαντινό στρατό από την Κωνσταντινούπολη και θα εκδιώξωμεν το Κεμάλ πέρα από την Άγκυρα».

[5] Μορφή στρατιωτικής επιχειρήσεως με σκοπό την αναγνώριση των εχθρικών δυνάμεων, με διενέργεια επιθετικών ενεργειών.

[6] Ισμέτ Ινονού (1884-1973). Αρχικά Ισμέτ Πασάς. Στρατιωτικός, ο οποίος αμύνθηκε επιτυχώς των επιθέσεων του ΕΣ το 1921, στο χωριό Ιν Εϋνού, από όπου προήλθε και το όνομά του. Διετέλεσε Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας από το 1938 έως το 1950 και κατ’ επανάληψη Πρωθυπουργός.

[7] Τον Ιούλιο του 1917, μετά την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου από τον Βενιζέλο, ο Γούναρης εξορίσθηκε μαζί με άλλες 30 φιλοβασιλικές προσωπικότητες στο Αιάκειο της Σαρδηνίας. Την 6η Δεκ. 1918, μαζί με τον Μεταξά και τον Ιωάννη Πεσμαζόγλου διέφυγαν στην Σαρδηνία. Οι Ιταλικές αρχές, παρά το αίτημα της Ελλάδος δεν τους εξέδωσαν. Οι δύο άνδρες γνωρίζονταν πολύ καλά.

[8] Παρόντες στη συνάντηση ήσαν οι Υπουργοί Οικονομικών Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, των Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης και ο Υποστράτηγος Αθανάσιος Εξαδάκτυλος. Ο Μεταξάς κράτησε λεπτομερείς σημειώσεις και από τις δύο συναντήσεις, οι οποίες είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες για τις σκέψεις της πολιτικής ηγεσίας της Ελλάδος την συγκεκριμένη εποχή.

 [9] Ο Κωνσταντίνος κατά την διάρκεια της συσκέψεως έχασε τις αισθήσεις του για περισσότερο από 90΄ λεπτά.

[10] Η στρατιά διέθετε 1.000 φορτηγά των 3 τόνων, 500 του 1 τόνου και 250 ασθενοφόρα. Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο το 1940, ο στρατός είχε λιγότερα οργανικά οχήματα.

[11] Στην κυριολεξία έκοψαν το χαρτονόμισμα στην μέση. Η αριστερή πλευρά χρησιμοποιούνταν, ως χαρτονόμισμα στην μισή αξία του. Η δεξιά του πλευρά ανταλλάσσονταν ως έντοκη ομολογία στο άλλο μισό της αξίας.

[12] Γεώργιος Χατζηανέστης ή Χατζανέστης(1863-1922), διοικητής της Στρατιάς της Μικράς Ασίας την περίοδο της διάλυσή της. Παραπέμφθηκε σε δίκη και καταδικάσθηκε σε θάνατο. Εκτελέσθηκε την 15 Νοεμβρίου 1922.

[13] Ο Ε.Σ βρισκόταν σε απόσταση 10 χλμ. από την Κωνσταντινούπολη μετά την προσάρτηση της Ανατολικής Θράκης στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1920, απόρροια της συνθήκης των Σεβρών.

[14] Η ενίσχυση αφορούσε 5 Συντάγματα Πεζικού, 2 Τάγματα Ευζώνων, 3 Μοίρες Πυροβολικού και 1 Επιλαρχία. Η μετακίνηση αυτών των μονάδων υπήρξε μία από τις κύριες κατηγορίες, στην επακολουθήσασα μετά την μικρασιατική καταστροφή δίκη των έξι, γιατί θεωρήθηκε ότι εξασθένισε την ελληνική άμυνα, στο κύριο μέτωπο.

[15] Το στρατηγείο της στρατιάς είχε την έδρα του στην Σμύρνη σε απόσταση 400 χλμ.

[16] Αμφότεροι τίμησαν τον όρκο τους, έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι, ο μεν Καλλιεγκάκης την 16η Αυγ. 1922, στην μάχη του Χαμούρκιοϊ-Ιλμπουλάκ, ο δε Τσάκαλος την 17η Αυγ. 1922, στην μάχη του Αλή Βεράν.

[17] Κατά κόσμο Χρυσόστομος Καλαφάτης(1867-1922), Έλληνας Μικρασιάτης κληρικός(Τρίγλια). Διετέλεσε Μητροπολίτης Δράμας και Σμύρνης.

[18] Ο Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν(1874-1943), ήταν στρατιωτικός(3 φορές Αρχηγός ΓΕΣ), μακεδονομάχος και συγγραφέας.

[19] Εις τα Μουδανιά ανέμιζαν εις τις κατοικίες μαζί με τις τουρκικές και οι γαλλικές σημαίες.

[20] Πρωθυπουργός Σωτ. Κροκιδάς αλλά επί της ουσίας οι Συνταγματάρχες Νικ. Πλαστήρας και Στ. Γονατάς.

[21] Στον χώρο μπροστά από τον Ιερό Ναό της «Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού» στο Δήμο Παπάγου-Χολαργού(Οδός Αναστάσεως 40).

[22] Ο Υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος διενήργησε ανάκριση και παρέπεμψε σε δίκη τους εκτελεσθέντες μαζί με τους: Υποστράτηγο ε.α. Ξενοφώντα Στρατηγό, τέως υπουργό συγκοινωνιών και Υποναύαρχο ε.α. Μιχαήλ Γούδα τέως υπουργό των Τ.Τ.Τ (Ταχυδρομείων, Τηλέγραφων, Τηλεφωνικής Υπηρεσίας), οι οποίοι καταδικάσθηκαν σε ισόβια.

[23] Τακτικά μέλη της ΑΕΕΔΜΑ ήσαν: Οι Αντιστράτηγοι Κωνσταντίνος Μοσχόπουλος, Επαμεινώνδας Ζυμβρακάκης, Παναγιώτης Σπηλιάδης, Κωνσταντίνος Μηλιώτης και Δημήτριος Ιωάννου, οι Υποστράτηγοι Νικόλαος Μιχαλόπουλος, Κωνσταντίνος Γουβέλης και Ιωάννης Νεγροπόντης. Οι Αεροπαγίτες Ιωάννης Χατζησαράντος και Κωνσταντίνος Κυριλλόπουλος. Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ).

[24] Ο Γονατάς(1876-1966) ονομάσθηκε Ανθυπολοχαγός το 1897, ενώ ο Πλαστήρας(1883-1953) το 1912, ο οποίος εντός 11 χρόνων εξάντλησε όλη την στρατιωτική ιεραρχία. Η Δ΄ Εθνοσυνέλευση νομοθέτησε την χορήγηση ισοβίως σε αμφότερους το μισθό του εν ενεργεία αντιστράτηγου με όλα τα επιδόματα.

[25] Η λέξη Γιουνάν με την οποία περιγράφεται στην τουρκική γλώσσα ο Έλληνας προέρχεται από την λέξη Ίωνας.

[26] Γεώργιος Βεντήρης( Άρτα 1890-Ελβετία 1954) δημοσιογράφος, ιστορικός και πολιτικός. Υπήρξε έμπιστος φίλος του Ελ. Βενιζέλου. Το 1946 συμμετείχε στην ελληνική αντιπροσωπεία για την διάσκεψη μετά τον Β΄ΠΠ . Συνέγραψε το δίτομο έργο «Η Ελλάς του 1910-20». Απεβίωσε στην.

[27] Βιβλίο ιατρού Νικολάου Δρόσου, Αθήνα 1925, υπηρέτησε στο μέτωπό από Μάιο 1921, έως Ιούνιο 1922.

[28] « Ἐγώ ὑπήρξα ὁ αἴτιος διότι ἐδιχάσθη ὁ Ἑλληνικός Λαός κατά τόν μέγα πόλεμον. Ἐγώ, καλῶς ἤ κακῶς, εἶμαι ἐκεῖνος ποῦ προκάλεσε τόν διχασμόν αὐτόν». Ελευθέριος Βενιζέλος (Αγόρευση στην βουλή 17 Δεκ 1929). « Θὰ μᾶς συγχωρήση ὁ Θεός για το 1915, Φταῖμε ὅλοι! καὶ ὁ Βενιζέλος ἀκόμα, Τώρα αἰσθάνομαι πόσο ἔφταιξα». Ιωάννης Μεταξάς εγγραφή ημερολογίου 5 Ιαν 1941.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. «Η Ελλάς στη Μικρά Ασία», Ξενοφώντος Στρατηγού, Εκδοτικός Οίκος Δαμιανός, Αθήνα 1925.
  2. «Η Ελλάς μεταξύ δύο Πολέμων», τόμος 1ος, Γρηγορίου Δαφνή, Αθήνα 1954.
  3. «Συμβολή εις την Ιστορίαν της Δεκαετίας 1912-1922», Αντιστράτηγου Παναγιώτη Παναγάκου, Αθήνα 1960.
  4. «Η Εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν», ΓΕΣ, Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1962.
  5. «Η Εκστρατεία εις την Μικρά Ασία» Τόμοι 5Α, 5Β, 7Α, 7Β, ΓΕΣ. Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1965.
  6. «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», Σπύρου Β. Μαρκεζίνη, ΠΑΠΥΡΟΣ ΓΡΑΦΙΚΑΙ ΤΕΧΝΑΙ Α.Ε, Αθήνα 1966.
  7. «Ιστορία του Ελληνικού Εύνους», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ Α.Ε. Αθήνα 1977 «Μεταξάς το Προσωπικό του Ημερολόγιο», Επιμέλεια Χρήστος Χρηστίδης, Εκδόσεις Γκοβοστή, Αθήνα 1995.
  8. «Ανεξάρτητος Μεραρχία Η Κάθοδος των Νεωτέρων Μυρίων», Δημητρίου Αμπελά, Εκδόσεις Κ. Τουρίκη, Αθήνα 1997.
  9. «Το Όραμα της Ιωνίας», Michel Llewellyn Smith, Αθήνα 2004, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2004.
  10. «Η Μικρασιατική Ήττα» Αντιστράτηγου ε.α. Κωνσταντίνου Κανελλόπουλου, Εκδόσεις Ελεύθερη Σκέψη, Αθήνα 2009.
  11. «Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος 1919-1920», Heinz Richter, Εκδόσεις Γκοβοστή, Αθήνα 2020.
  12. Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ).