Από: Φίλη Θεοφίλου Πρέσβεως ε.τ. Δικηγόρου, Πτυχιούχου Νομικής Σχολής και Σχολής Οικονομικών Επιστημών ΕΚΠΑ. Πτυχίο Master of Arts στις Πολιτικές Επιστήμες του Πανεπιστημίου Stanford.

Συμπληρώθηκαν το περασμένο καλοκαίρι 50 χρόνια, μισός αιώνας, από τη βάρβαρη τουρκική εισβολή και τις τραγικές συνέπειες της που βιώνει έκτοτε ο κυπριακός λαός. Ιδιαίτερα οι συγγενείς των πεσόντων και των θυμάτων, οι συγγενείς των αγνοουμένων και οι εκτοπισμένοι, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Μέσα στα πολλά που έρχονται στη μνήμη μου τις μέρες αυτές, θυμούμαι και τη Μικρασιάτισσα σπιτονοικοκυρά μας στην Αθήνα τη δεκαετία του ’60, τη Χρυσάνθη Κρασά από τα Βουρλά της Σμύρνης. Από τη χρονιά της εθνικής καταστροφής το 1922, Αύγουστο μήνα και πάλι, μέχρι το 1964 που νοικιάσαμε το σπίτι της στου Ζωγράφου, είχαν περάσει 42 χρόνια. Όσα σχεδόν πέρασαν από το 1974, τη χρονιά της δεύτερης εθνικής καταστροφής μέσα σε μισό αιώνα που επέφερε η τουρκική επιδρομή με αφορμή και ευκαιρία το άφρον, εγκληματικό και προδοτικό πραξικόπημα.

Παρά το πέρασμα του χρόνου, η ογδοντάρα τότε γιαγιά Χρυσάνθη θυμόταν με λεπτομέρεια και μας διηγείτο τις τραγικές εμπειρίες της το φοβερό εκείνο Αύγουστο και τους μήνες που ακολούθησαν μετά την κατάρρευση του μετώπου. Και τα βάσανα της όταν, χήρα πια, κατάφερε ύστερα από πολλές περιπέτειες να φτάσει στην Ελλάδα πρόσφυγας με τέσσερα μικρά παιδιά στην αγκαλιά. Δεν έχανε ευκαιρία στα διαλείμματα της μελέτης μας να μας εξιστορεί ξανά και ξανά τα όσα πέρασε πριν και μετά τη συμφορά. Να μας μιλά για την ευτυχισμένη ζωή στο χωριό της, τους ανθρώπους που έμειναν πίσω και χάθηκαν, το βιος τους, τα σπίτια και τις περιουσίες, τα περιβόλια, τα αμπέλια και τα λιοχώραφα. Το βίαιο ξεριζωμό, την ορφάνια, τη φτώχεια, τη βιοπάλη για το μεγάλωμα των παιδιών με το κέντημα, τη δύσκολη ζωή στους οικισμούς της προσφυγιάς. Ο νους, η καρδιά της, οι σκέψεις της ήταν εκεί και σε όσα άφησε πίσω της που το πέρασμα του χρόνου και οι συμφωνίες που υπογράφηκαν δεν μπόρεσαν να διαγράψουν. Μέχρι τα τελευταία της πίστευε βαθειά μέσα της πως θα γινόταν ένα θαύμα, θα γύριζε στη γενέθλια γη, στο σπίτι της του οποίου φύλαγε ακόμη το κλειδί και θα τα ανακτούσε τα δικαιώματα της.

Με τη μελέτη της ιστορίας της Μικρασιατικής εκστρατείας, τις ατέλειωτες διηγήσεις της γιαγιάς Χρυσάνθης και το καθημερινό άκουσμα των τραγουδιών του Νταλάρα και της Χαρούλας από το δίσκο «Μικρά Ασία» που κυκλοφόρησε αρχές της δεκαετίας του ’70, έζησα με πόνο και από απόσταση, σαν μέσα από ταινία, την εθνική συμφορά του 1922. Δεν φανταζόμουν τότε, δεν μπορούσε να περάσει από το μυαλό μου ότι  θα ζούσα ο ίδιος αυτά που μας περιέγραφε με τόσο καημό η γιαγιά Χρυσάνθη και τα όσα διεκτραγωδούν με τις υπέροχες φωνές τους στο ατέλειωτο μοιρολόϊ του μοναδικού εκείνου δίσκου ο Νταλάρας και η Αλεξίου. Ούτε μπορούσα να διανοηθώ ότι οι πονεμένοι στίχοι και η λυπητερή μουσική των τραγουδιών τους που μιλούσαν τόσο ζωντανά στην ψυχή μου ήταν ένα προμήνυμα για τα όσα μου επεφύλασσε στο σύντομο μέλλον η ζωή.

Μέχρι που τα βίωσα όλα, στιγμή προς στιγμή, μέρα παρά μέρα, δέκα χρόνια αργότερα το 1974.Τη βιαστική φυγή από το χωριό μας χωρίς να πάρουμε τίποτε μαζί μας, την υποχώρηση της μονάδας μου από τη Λύση στην Άχνα, στην Αμμόχωστο, στη Δερύνεια, στις Αγγλισίδες. Την επιστροφή στο γραφείο μετά την απόλυση με τα άρβυλα και τη στρατιωτική στολή, τον ύπνο και την ξεκούραση στο πάτωμα του γραφείου πάνω στη στρατιωτική κουβέρτα με σκέπασμα την κουρελού που ύφανε η θεία Σωτήρα. Τη φιλοξενία από συναδέλφους στη Λευκωσία και από τους συμπεθέρους στο Λιοπέτρι, τη ζωή σε ενοικιασμένα διαμερίσματα και σπίτια στη Λεμεσό και στη Λευκωσία. Τη διαμονή του νοικοκύρη πατέρα και των αδελφών του στον προσφυγικό οικισμό του Αγίου Μάμα, την ελπίδα και την προσμονή τους για την ευλογημένη μέρα της επιστροφής που φυλλορρόησαν μαζί με την τελευταία τους πνοή.

Βίοι παράλληλοι, ίδιες οδυνηρές εμπειρίες, παρόμοιες διηγήσεις με διαφορά μισού αιώνα. Από τη γιαγιά Χρυσάνθη σε μένα για το ΄22, από τον πατέρα μου στα εγγόνια του για το ΄74 με την περιγραφή του πατρογονικού σπιτιού στα Λιμνιά και την αναπαράσταση του με lego. Από την Κόκκινη Μηλιά στη Μια Μηλιά, από τη Σμύρνη και το Αϊβαλί  στην Αμμόχωστο και στην Κερύνεια, από τα Κιμιντένια στον Πενταδάκτυλο. Από την Αιολική γη του Βενέζη στη Σαλαμίνα της Κύπρου του Σεφέρη που περιμένει ακόμα το μαντατοφόρο της Σαλαμίνας του Τελαμώνα να φέρει το μήνυμα της νίκης του δικαίου. Η γης δεν έχει κρικέλια για να την πάρουνε στον ώμο και να φύγουν, είναι ακόμα εκεί. Έφυγαν όμως, διώχθηκαν από εκεί οι άνθρωποι της. Και όπως λέει η παροιμία « ο τόπος είναι οι άνθρωποι». Χωρίς αυτούς και με το πέρασμα του χρόνου αλλάζει και ο τόπος, μεταμορφώνεται, γίνεται αγνώριστος. Γι’ αυτό και η επιστροφή στην πατρώα γη δεν είναι μόνο ατομικό ανθρώπινο δικαίωμα. Είναι και ανάγκη ψυχική και λύτρωση του καθενός, είναι απαίτηση κοινωνική,  προγονική υποχρέωση, λαϊκό αίτημα και εθνική επιταγή. Η ελπίδα πως θα τελειώσει σύντομα ο  πενηντάχρονος εφιάλτης, πως θα γυρίσουμε στην πατρώα γη και θα περάσουμε εκεί τα τελευταία μας χρόνια στα πατρογονικά  σπίτια όπου γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε είναι ακόμα ζωντανή. Σιγοκαίει μέσα μας σαν την τρεμάμενη φλόγα του κεριού στο μανουάλι της πίστης. Τους τελευταίους μήνες αναζωπυρώθηκε και πάλι. Και η καρτερία έγινε προσμονή και η προσμονή προσδοκία. Ας ευχηθούμε να γίνει και πραγματικότητα αυτή τη φορά.

Θεόφιλος Β. Θεοφίλου

Πρέσβης ε.τ. Νομικός, Πολιτικός Επιστήμονας, εκτοπισμένος από τα Λιμνιά

Σεπτέμβριος 2025